- προσαπηγόρευσαν
- πρός , ἀπό-ἠγορεύωaor ind act 3rd plπρός , ἀπό-ἠγορεύωaor ind act 3rd pl (homeric ionic)πρόσ-ἀπαγορεύωforbidaor ind act 3rd pl (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.